- σκωπαλέος
- σκωπᾰλέος, α, ον, cited as a parox. word in -αλεος, sine expl., by Hdn.Gr.2.908.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκωπαλέος — α, ον, Α αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, σκωπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ τού σκώπτω* + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek